υπερθηλυκός

υπερθηλυκός
-ή, -ό, Ν
φρ. «υπερθηλυκό άτομο»
ζωολ. θηλυκή δροσόφιλα με κανονικό διπλοειδή αριθμό χρωματοσωμάτων, το οποίο όμως έχει τρία χρωματοσώματα, αλλ. μεταθηλυκό άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. superfemale].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπέρθηλυς — υ / ὑπέρθηλυς, υ, ΝΑ νεοελλ. βιολ. ο υπερθηλυκός αρχ. (για το ένα από τα τρία πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας, το Πατήρ) αυτός που υπερβαίνει το θηλυκό γένος («καὶ ὑπεράρρεν καὶ ὑπέρθηλυ εἶναι θέλουσι», Ειρην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θῆλυς «θηλυκός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”