- υπερθηλυκός
- -ή, -ό, Νφρ. «υπερθηλυκό άτομο»ζωολ. θηλυκή δροσόφιλα με κανονικό διπλοειδή αριθμό χρωματοσωμάτων, το οποίο όμως έχει τρία χρωματοσώματα, αλλ. μεταθηλυκό άτομο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. superfemale].
Dictionary of Greek. 2013.